Προλογος

Ποιητικές Συλλογές που δεν πρόλαβα να εκδώσω τότε που γράφαμε ακόμα ποίηση, όλοι μαζί σε μισοφωτισμένα δωμάτια. Ολη μου η ιστορία είναι εδώ. Από το 1987 μέχρι το 2000, οπότε η ποίηση σταμάτησε να είναι για μένα αποτελεσματική (η ποίηση ενίσχυε το Εγώ μου, που είχα αποφασίσει να αποδυναμώσω για χάρη της αγάπης), όλες οι περιπλανήσεις της ψυχής μου, από το σκοτάδι στο φώς κι από το Μεγάλο Ανέβασμα (το δεύτερο βιβλίο μου το 1987) μέχρι την πικρή πεζότητα μιας καθημερινής ζωής στην επαρχία.
Επειδή γεννήθηκα Σεπτέμβρη του 1967, είμαι όλοι μου οι Σεπτέμβρηδες . Αυτή είναι η εξήγηση του τίτλου.
Ψάξτε για τους κρυμμένους κώδικες του λόγου μου και τη μουσική του και την εικόνα του γιατί το λόγο αυτό σας τον μεταφέρω ως πολυθέαμα.
Κάποιες τεχνικές γραψίματος έχουν χρησιμοποιηθεί εδώ και μπορεί να ξενίσουν, όπως η αυτόματη γραφή και το cut-up. Επίσης, σε πολλές περιπτώσεις χρησιμοποιώ λέξεις με βάση τη μουσική αρμονία και τη ρυθμική συνοχή που μπορεί να έχουν μεταξύ τους στον προφορικό λόγο. Τα φωνήεντα προσφέρουν την αρμονία και τα σύμφωνα το ρυθμό.
Τα πιο παράξενα γραπτά μου, πρέπει να απαγγελθούν για να γίνουν κατανοητά.

Σεπτέμβρης και οι SPACE BEATNICKS Ι


Η Τέχνη Του Πώς Να Πετάς Καλά

Ι

«Μην ξεχάσεις να κλείσεις την πόρτα»
Είπε
«φοβάμαι μήπως πέσει το σπίτι»
Ολη μέρα τίναζε χαλιά
Κι η σκόνη έμπαινε στο στόμα μου
Όταν ξύπνησα
βρισκόμουν σ’ ένα λιβάδι με χλόη
Η μικρή Ολλανδέζα
ούρλιαζε για βοήθεια
Της έκλεισα το στόμα
«θα βρέξει γάλα» είπα
«βάλε νερό για τσάι»
κι άρχισα να μαζεύω τα λουλούδια.
Χρόνια αργότερα
έκλεισα την πόρτα
και πήδηξα στην ταράτσα
«Θα χρειαστείς πυξίδα»
είπε
«για να μάθεις την πόλη από ψηλά».
Όμως είχα ήδη σπουδάσει την τέχνη της αλογόμυγας.
Χαρτογράφησα την πόλη σε ανύποπτο χρόνο
ταξιδεύοντας στα σφιχτά καπούλια
μιας γαλάτισσας φοράδας
Η τοσοδούλα χωριάτισα…
«Θα σε κάνω μια χαψιά»
Της είπα
«μη σπαταλάς την ώρα σου χαζεύοντας.
Στη διπλανή κορφή γίνεται κατολίσθηση».

ΙΙ

Το τηλέφωνο βούιζε…
«Ο κύριος και η κυρία Πηχτηρίδου
έβγαλαν βόλτα το σκυλάκι τους»

-Θα μετανιώσεις πικρά
γι αυτά που είπες.
-Ξέρω… Μήπως κι ο Ναπολέοντας δεν
ήταν ένα κακομαθημένο παιδί;

Στρίμωξα μια κατσαρίδα
στη γωνιά της κουζίνας
Ξέχασα αναμμένο το φως

Στα πρώτα διόδια πληρώσαμε
Εκατό δραχμές



Ο Ιησούς Βομβάρδισε Τη Νύχτα

Ι

Εβγαλε
ένα στιλέτο μέσα στη βροχή (προσπάθησε ν’ αμυνθείς)
Εβγαλε

Μια παρτίδα σκάκι μες απ’ το πουκάμισό του
Πόδια μπουκάλια
(οι μαύρες ημέρες του πολέμου)
Εβγαλε

Πηγμένο αίμα από γενειάδα ημερών
Οι αναλύσεις έδειξαν: τύφλωση, AIDS, καρκίνο
και πληγωμένες φαντασιώσεις
Έβγαλε

Αρχαίες σκελίδες πορτοκάλι
από τη μούχλα του προσώπου
(νύχτα, η βροχή έκαιγε κι είπα να μείνω σπίτι απόψε)
Το καπέλο μου, στη λάσπη βουτηγμένο
είναι το Τατζ Μαχάλ
Στον οχετό έλαμψε
ο αρουραίος της αλήθειας
κι ένα μποτιλιάρισμα στο δρόμο
καθυστέρησε τη μεγάλη πομπή
(έρχομαι, γεμάτος όνειρα, αναμνήσεις και φάτσα μπαρουτοκαπνισμένη)
Εβγαλε.

Ένα κοπάδι άσπρα άλογα
πετάχτηκαν από τα μαλλιά του
αναστατώνοντας τους περαστικούς
έξω από το ερειπωμένο - ατσάλι και μπετόν – μέγαρο
(εγώ είπα: θλιβερή κατάληξη!)
Εβγαλε

Φτερά στην πλάτη
(ο τελευταίος μεγάλος οσιομάρτυρας φούσκωσε απ’ το κακό του)
Εβγαλε
Μια σελίδα ημερολογίου

ΙΙ

Ο Ιησούς:
ονειροφάγος και οπιομανής
Ο Αρχιεπίσκοπος:
έκφυλος και μανιώδης συλλέκτης γυναικείων εσωρούχων
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίίίίας
Η Δημοκρατία του Προέδρου
Ο Πρωθυπουργός και το Υπουργικό Συμβούλιο
Οι Δυνάμεις Ασφαλείας
Χωρίς αυτούς το έθνος θα ήτο ένας κώλος

Μισώ τα κουνουπίδια και τους εφοριακούς
Ο Καλλιγούλας, ένας δημόσιος υπάλληλος
Μόλις έμαθε να παίζει μπιλιάρδο
Πουτανόσπορος
Και την επόμενη μέρα,
ο Ιησούς Βομβάρδισε τη Νύχτα

ΙΙΙ

Σκουπίδια, σκουπίδια, σκουπίδια…


Το Δέντρο

Γνώρισα ένα δέντρο, μου είπε:
«είσαι νεκρός»
και δεν ήταν η πρώτη φορά
που μου έλεγαν κάτι τέτοιο
Γνώρισα ένα δέντρο
φύτρωνε  στον αέρα
με τα παιδιά του χωμένα στα σύννεφα
«τρώω αεροπλάνα»
ή κάτι τέτοιο μου είπε
«έχεις πεθάνει εδώ και ώρα, δούλε»
Το ξέρω.
Είναι φοβερά αντιεπιστημονικό
Ένα δέντρο να μιλάει
Το ξέρω.
Να όμως που κι οι νεκροί μπορούν


Ένα έγκλημα μετά το δείπνο

Χάραξα δρόμους υπογείου
Και τι έγινε με την όσφρησή μου;
Χάθηκε σ’ έναν παράδεισο ψευδών αρωμάτων
Κι έτσι έμεινε η μύτη,
μόνη της ν’ ατενίζει τον ορίζοντα
μες στο απόλυτο σκοτάδι
Σίγουρα, πρέπει να σταματήσω να καπνίζω

Και τα χέρια;
Ολόκληρα ποτάμια υγρών φαντασιώσεων
ρέουν μέσα από τα δάχτυλα
Ας αφήσουμε κατά μέρος τη νηστεία και την προσευχή.
Να δεχτούμε επιτέλους τα μηνύματα
μιας άσεμνης πραγματικότητας

Εγώ προτείνω,
Ένα πολυτελές δείπνο
Επίσης προτείνω
Ένα ιδιαίτερα ειδεχθές έγκλημα.
Κι έπειτα, τι άλλο απομένει
Από ένα ολονύχτιο χορευτικό ντελίριο;


ΖΟΟ

Ζυγωματικά
στη στρατόσφαιρα
Παλάμες
Ψαλμωδίες
Παφλασμοί
Απαλές οπίου μυρωδιές
Η σίτιση των φιδιών απόψε απαιτεί,
αυτενέργεια, μεγάλη τόλμη και αποφασιστικότητα
Δε χάνεσαι σ’ ένα κλουβί τόσο εύκολα
Κι οι μαϊμούδες;
Τι
Θα γίνουν
Οι μαϊμούδες;

Σωματικά πλάσματα αναπαριστάνουν
με βδελυγμία
την εσωτερική μου ατελείωτη ανησυχία
ο ζαλισμένος κοριός
αναλαμβάνει πάλι τα καθήκοντά του
Αλλαλάζοντας
οι ουρές πετούν εδώ κι εκεί
σα φτερωτά χάδια αιλουροειδών
Εικόνες σφάλλουν ανεπανόρθωτα
ανίκανες να σαλπάρουν
προς το μεγάλο
όλο κίνηση
λιμάνι της κεφαλής μου




Κλασσικές Ιστορίες
(στο Βιμ Βέντερς)

Περπατώντας κάτω
στη Γκουτεμβέργια οδό
συνάντησα την ιερή μου βλακεία
Ο κούκος τότε
μου χτύπησε την πόρτα μ’ ένα κοντσέρτο
φωνάζοντάς μου
«κούκου! Μέθυσες πάλι ανίκανε!»
κι ο άνθρωπος πού ‘βλεπε τηλεόραση
έγινε
το κτήνος της αναχρονισμένης παρουσίας
κι όλοι φοβήθηκαν
κι έτρεξαν να κρυφτούν πίσω απ’ την τέταρτη κυρία των τιμών
ενώ ο Λουδοβίκος ο δέκατος τέταρτος
έψαχνε ακόμα τον πατέρα του
στην άκρη του θόλου
με το Μικελάντζελο και
τον Πικάσο
σε μια τοιχογραφία της Κνωσσού
κι εγώ ξυπνούσα
στην τεράστια πολιτεία
τινάζοντας δυο γύψινες φτερούγες
πριν βγω ξανά στο δρόμο
με το σκηνοθέτη τ’ ουρανού
και τον Κομφούκιο.




Με Γαλλική Προφορά

«κόλλα στον τοίχο»
Είπε η φιγούρα
και πέταξε τα δαχτυλίδια της
«δε νοιάζεσαι για τίποτα»
και τα καρφιά στον τοίχο γίνανε κόκκινα…

Εχω ένα σπίτι
Ή μάλλον,
Δεν έχω ένα σπίτι
κι έχω να δω τη σκιά μου
πολύν καιρό
αφότου παίζω με το φως
στο σπίτι
από τότε που

«κόλλα στον τοίχο, σμίκρυνση»
μου είπε η φιγούρα
κι οι τρύπες
απ’ τα καρφιά στον τοίχο αποκτήσανε
γαλλική προφορά…




Με τις Αρκούδες

Στέρεα
οι τρελλοί κράτησαν την εξουσία
Σε νησί
έχω εξορίσει τους φόβους μου
Μίλια
προς τα πάνω θα πρέπει να σκαρφαλώσω
μέχρι να βρω νερό
Πυραμίδα
χτίζουν τα χέρια μου
αιωρούμενα στα σύννεφα
για να γλυστράω σαν πίθηκος
χύνοντας αίμα σ’ ένα παγόβουνο
και μέχρι να ‘ρθώ,
Στέρεα
οι τρελλοί θα κρατούν στην εξουσία

Αμμο – ώχ!
μου ρίχνεις στα μάτια
για να μπορέσω να δω και μετά
με μπουχτίζεις στο μέτωπο
βεγμένα πανιά
Χωρίς ο πυρετός να ‘χει πέσει καθόλου
το φεγγάρι
σηκώνει και κλείνει τρεις φορές το τηλέφωνο
Μέχρι να ‘ρθώ
οι μπαμπουίνοι θα τραβήξουν προς το Νότο
κι εσύ με τις αρκούδες στο Βορρά




Οι ναυτικοί στα καράβια έχουν γάτες

Ενας ποντικός καραβιών ολονύχτια
μυτιάζει, ξετρυπώνει, χαίρεται
Ενας ποντικός καραβιών
του χρόνου το χειμώνα,
ξεπλένεται
αφουγκράζεται βήματα στη γέφυρα
και πηδάει στις κάσες με το χασίς
για να κρυφτεί
Οι ναυτικοί στα καράβια έχουν γάτες
Οι ναυτικοί στις γάτες έχουν καράβια
Οι γάτες των καραβιών έχουν ναυτικούς
Οι καραβιές των νάτων έχουν γαυτικούς
Οι γαυτικοί των κάτων έχουν γαράβια
μπομ μπομ μπομ μπομ!
νιάου νιάου νιάρρρρ!

Οι γαυτικοί στα ναράβια έχουν κάτες




Σαρδάμ Μαστουρμπασιόν

Ο κύριος Αρπακόλλας μέδουσε το τσάνι του
Όπως λές –ο αρχιερέας,
φορούσε κωλοτρυπίδα- το έξοχο
νυφικό της έλαμπε
σαν νυξερό – περιστασιακή
συνωμοσία – όπως λες,
ο Λουδοβίκος ο δέκατος –








-τέταρτος




Προφύλαξη

Εκσπερματικός έλεγχος
σημαίνει
να μη γυρίσεις ποτέ ξανά
πίσω στο σπίτι.
Ετσι
μπορείς να γλυτώσεις
από πολλά δεινά
όπως:
σύφιλη
βλεννόρροια
λουμπάγκο

Σεπτέμβρης και οι SPACE BEATNICKS ΙΙ



Η Ιστορία του Λουί (του Ιθαγενή)

Ο Λουί ο Ιθαγενής.
Εφτασε.
Ο Λουί ο Ιθαγενής, ο θνησιγενής
έφτασε.
Φοράει ένα μεταξωτό μαντηλάκι
κι έχει μια σφίγγα τσιτωμένη στο λαιμό του
«mais oui!» λέει ο Λουί, ο Λουί ο Ιθαγενής
«mais oui!»
και βαδίζει ισσοροπώντας πάνω στη μάντρα
ενώ η μάσκα της οικογένειας κοντεύει να τον θρυμματίσει
Εκείνος επιδεικνύεται
και ξεκοιλιάζει τα παιδιά του
τη γυναίκα του
κρεμάει την πεθερά του
κι αυτοπυρπολείται ο ίδιος
κι ύστερα,
πέφτει για ύπνο

Ο Λουί,
είναι μια αδερφή
Τώρα ο Λουί
μαζεύει τα πράγματά του
τις βαλίτσες του
και γίνεται καπνός
μέσα από τις βουλευτικές εκλογές
ενώ ο Πρόεδρος του γνέφει:
«έλα ‘δω, παιδί μου»
Ο Λουί,
ο Λουί η αδερφή
έγινε καθαρίστρια στους δημόοσιους νόμους
και τα βράδια πρωθυπουργεύει τα καθήκοντα του κρεβατιού του
Ο Λουί Μαλ –λον
είναι άρρωστος
αλλά και τι μ’ αυτό;
Μήπως εγώ δεν είμαι;
Ο Λουί ο θνησιγενής
έβγαλε εξανθήματα στο τρίτο πόδι
κι όταν μεγάλωσαν αυτά εκείνος έγινε
πατάτα
πάτα πατάτατα
κι αεροδυναμικά πέταξε προς τα σύννεφα και κάηκε
ο Λουί ο σκοπευτής
            ο ιθαγενής
και κάηκε
και κάηκε
μέχρι που έσβησαν τ’ αστέρια
κι ο Λουί ο μάπας, η αδερφή του κερατά
τώρα μας φωνάζει από κει πάνω
«έ, αλεπού! γειά σου σκατζόχειρε! χελώνα!»
Τώρα έγινε τουρίστας
Μας κοροϊδεύει
Χέϊ! Χέϊ! Χέϊ!
Ο Λουί ο καβαλάρης
             ο τουρίστας
             ο θνησιγενής
Ο Λουί ο Ιθαγενής!

Η Ιστορία του Λουί (του Ιθαγενή)
εκδοχή β΄

Ο Λουί κάθεται
βλέπει
το φεγγάρι
Ο Λουί κάθεται
βλέπει
το φεγγάρι
Ο Λουί κάθεται (κάθεται)
                            βλέπει (βλέπει)
                                         το φεγγάρι
τιπ
τοπ
τιπ
Είναι Πανσέληνος

Ο Λουί μόνος
Ο Λουί με παρέα – μόνος
Ο Λουί όλος ο κόσμος
Ο Λουί: που βρίσκεται;
Ξυπνάει τη μέρα που χάθηκαν τα παπούτσια του
Πρόσφυγας στην ορμή
Γενναίος, χαμένος καβαλάρης
Προβολέας που γεννάει
το βασιλιά μας
κι ο Λουί
κλείνει την πόρτα
ευγενικός
τόσο, μα τόσο μόνος
στο δρόμο.
Δεν έχει που να πάει
            
                                 Εντρομος
                                 Αφήνεται
                                 Να παρασυρθεί
στη σκόνη
και τα παραπετάσματα
ενώ ο άνεμος
με συνεχείς κραυγές
καλεί τους φίλους του
Καταφτάνουν: επίχρυσα
                        επιβλητικά
                        επιθετικά
γεμάτα σωρούς εγκλημάτων
σαν ελέφαντες
γκρεμίζουν την πρόσοψη του δικαστηρίου
Ο Λουί κάθεται στην έδρα
έτοιμος να καταστρέψει
κάθε ανέντιμο εισβολέα
«Προδότες!»
Ο Λουί
καθισμένος χειροκροτά τα επιχειρήματά του
Το κοινό
χαρισμένο σ’ αυτό το συρφετό ελπίδων
προστρέχει πάντα στους σοφούς πρωταγωνιστές
με φιλαρέσκεια
η οροφή ανοίγει
και το αστεροσκοπείο γεμίζει θραύσματα γέλιου
Γενικός χαβαλές επικρατεί.
Τα παιδιά χάνονται μέσα σ’ ένα γαλαξιακό τόξο
στον έναστρο, νυχτερινό, ουρανό

Υστερικές νέες μανάδες
σηκώνουν τα χέρια

Ο Λουί
Ψυχοπλακωμένος
Δεν έχει που να πάει
Ανοίγει μια μπύρα.

Νυχτερινές, αυλακωμένες
όψεις του ίδιου σπέρματος
φύλακες της φυγής,
θηλάζουν τα νέα μωρά των εσπερίδων
Μαύρα νύχια βασάλτη ταιριάζουν
στα θάλασσα βαρκούλες οβάλ-
κι έτσι χάνονται
και πνίγονται
και καταρρέουν
δακρύζοντας χίλιοι ωφειλέτες της αρετής
Ο Λουί ο Ιθαγενής
παίζει μ’ ένα κόκκαλο στην παραλία
αλλά μην τον κατηγορήσετε:
είναι συγκινημένος

Θέλει – να – κάνει – έρωτα

Η Ιστορία του Λουί (του Ιθαγενή)
εκδοχή γ΄

Ο Λουί
κάθεται στο νεκροκρέβατό του
περιμένοντας να σωπάσει
Του ψέλνω από τη Βίβλο των Νεκρών
Συμβουλέψαμε το πλήθος να μην κλάψει
Θα του έκανε κακό

Ο Λουί αν ζούσε
θα άνοιγε μπακάλικο
Ο Λουί αν ζούσε
θα χριζόταν αυτοκράτορας
Ο Λουί αν ζούσε
θα προτιμούσε να πεθάνει
ανάμεσα στους προβολείς ενός τσίρκου όπου,
η ακροβάτρια πηδάει απ’ την κούνια και καρφώνεται
με τα πόδια της στο στομάχι του
Τώρα μας λέει
«να προσέχετε το Σκύλο
είναι τρελός ο Σκύλος να τον προσέχετε»
τώρα μας λέει
«αχά! φόρεσες την κελεμπία σου βλέπω!»

Θυμάμαι το Λουί
Το Λουί τον Ιθαγενή
Τα τελευταία του λόγια ήταν
«ΤΙ ΩΡΑ ΕΙΝΑΙ; Θ’ ΑΡΓΗΣΩ ΣΤΗ ΔΟΥΛΕΙΑ!»

Ας πιούμε στην υγειά του
Στην υγειά του Λουί!

Ο ΚΗΠΟΣ ΤΟΥ ΖΕΦΥΡΟΥ



Χριστούγεννα 99

O καθένας κουβαλάει το φορτίο του
Και κάποια Χριστούγεννα αναρωτιέται
Πού ν’ ακουμπήσω το φορτίο μου;
Ακούμπα το φορτίο σου σε μένα
Ακούμπα το φορτίο σου σε μένα

Ειμ’ ένα καράβι στολισμένο
Ξυπνάει όμορφα και νοσταλγικά
Παραμύθια
Αντικατοπτρίζει στη θάλασσα
Δυο χιλιάδες φώτα που λένε
Την ιστορία του ανθρώπου και πως
πίστεψε,
και πως τον κατάπιε η θάλασσα
και τον κατάπιαν οι δρόμοι
και τον έφαγε η δουλειά
και η πικρία
και οι υποχρεώσεις

Κοίτα, άσε σε μένα το φορτίο σου
και νιώσε για λίγο άνθρωπος
Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευθύνη απ’αυτή
Που ανασαίνεις κι έχεις το νου σου μόνο στη δημιουργία
άνθρωπος-άνθρωπος-άνθρωπος

Επιτέλους

Να, κάτι βέβαιο.



32

Aς υποθέσουμε πως
είναι μια μέρα σαν
όλες τις άλλες

Ας υποθέσουμε πως είμ’
ένα γέρικο ψάρι

Ας υποθέσουμε πως ειν’ ενας ουρανός μπλαβί
κι εδώ στη θάλασσα
βρέχει

Ας υποθέσουμε πως
απομακρυνόμαστε σε
μια γαλήνια θάλασσα
κολυμπώντας
το σούρουπο
προς το μηδέν

κι ύστερα νυχτώνει


Αλάτι
(γράμμα στο μανώλη)

Η αυλή μου, σαν έρημος από αλάτι
Κι οι πληγές μου επίσης
Μεγάλα σύννεφα
Οι ικανότητές μου
Είμαι ευχαριστημένος
Εσύ;

Ακόμα ονειρεύομαι πως
Είμαι Μοναχός
Σε κάποιο εξωτικό Μέρος
Ότι παραμερίζω τη βλάστηση
κι ανεβαίνω σ΄ένα βουνό γεμάτο μοναστήρια
Πρέπει να είναι στο Νεπάλ
Ότι είμαι παιδί
και βαδίζω στους αμμόλοφους
σε μια σχολική εκδρομή
σε μια έρημο
και μου επιτίθεται το φίδι
και με σώζει ο γέρος της καλύβας
κι ο ήλιος καίει
Κι οι πληγές μου επίσης

Αλλά είμαι ευχαριστημένος
Με την παιδικότητα
Να απογειώνω αεροπλάνα από το στήθος μου
Κι ακόμα να μην έχω καταλάβει αν είναι όνειρο η ζωή
Κι αν όταν κάτι δεν το βλέπεις δεν υπάρχει
Εσύ;

Κι εκείνες τις εμμονές
Που δεν έζησα ποτέ
Σαν σε πορνό φιλμ
Ψηλά τακούνια και μαύρα δαντελωτά εσώρουχα και ζαρτιέρες
Και όχι ολότελα γυμνές οι γκόμενες
Η εφηβεία μου

Το μόνο που θυμάμαι καλά
Να στρώνω ωραία το αλάτι
Και να πονάω κινηματογραφικά
Μια συλλογή από καπέλα
Και θάλασσες, ποτάμια, μπύρες
Και το σταθμό Λαρίσσης
Και  ώρες στην άσφαλτο
Τη νύχτα που πρόδωσα, λίγο πριν φύγω

Εδώ, πολλές φορές το αλάτι μπαίνει στ’ αυτιά μου
Και δεν ακούω παρά μόνο,
ό,τι έχει καλή γεύση
Εσύ;


Ανοιξη

Το πρόσωπο του ενάρετου ανθρώπου είναι σαν
Ανοιξη
Τα μπράτσα των ουρανών είναι τα σύννεφα
Μπορείς να πετάξεις με μια δόση
αλλά όταν πέσεις θα πέσεις μόνος
Γύρω μου βουλιάζουν καράβια
Το όνομα του φωτός είναι
Λάμψη
Το μοίρασμά του στα κλαδιά
Οι σκιές
Καρποί
Η ένωση


Γυναίκα

Εκείνη μουγκρίζει
Εκείνη ψυθιρίζει
Εκείνη φτιάχνει τη μέρα μου
Μου φέρνει ορχιδέες και μαύρα τριαντάφυλλα
για να ελέγξει τους πόθους μου

Εκείνη δε φτιασιδώνεται ποτέ
Εχει τα χέρια στους αστραγάλους της
κι ύστερα περιστρέφεται,
γυμνή πετάγεται με δύναμη
στα διαστήματα

ανάμεσα
στο Εγώ μου και τη μύτη του

Δεν υπάρχει,
τίποτα άλλο που να μπορώ να πω γι’ αυτήν


Δρυοκολάπτης

Μέσα στη νύχτα
Ο δρυοκολάπτης ξυπνάει
Χώνει τα νύχια του στη σάρκα μου
Απ’ τις πληγές ρέει φως

Και με ξυπνάει

Μέσα στο φως
Ξυπνάει ο μύθος μου
Ω απραξία
Και με ταϊζει κι άλλο φως
Μέχρι που ξημερώνει

Ταϊζω την πρωινή πάχνη με φως

Το παράθυρό μου τυφλώνει βουνά


Εικόνα της Μεσογείου

Σύνελθε πια της εικόνα Μεσογείου
για να πιαστώ από το κύμα
και τα ψάρια ακολουθήσουν
τους σκοπούς Δωδεκανήσου
Φέρτε σε μένα
τα πτωχά τούτα ψυχία
νεκρής φύσης
για να εξημερώσω
τις ανάγκες που σκορπάνε
για να δώσω
στο ζωγράφο ρημαγμένα
ψυχή και σώμα
να τα κάνε όλο -  καινούργια
χρώμα να τους βάλει και ρυθμό
τελετουργίας



Λάβα

Εχω τα κλειδιά του φεγγαριού
ανοίγω το μυαλό μου μ’ αυτά
ξεκλειδώνων του ήχους
Γλυπτό από μούχλα
τη γιγάντια φτέρνα του Εκτορα βαλσαμώνω
με φήμες και ψήγματα λάβας
Λάβα γραμμένα στο μέτωπό μου
τα ονόματα της έκστασης


Μεσιε Πινω

Ο κυριος Πινω στην τουαλετα
Ο κυριος Πινω στην τραπεζαρια
Ο κυριος Πινω στην κρεβατοκαμαρα
                                  Σκουζει
                                  Πεινα
                                  Και τρανταζεται

Ο κυριος Πινω ολη τη μερα
                         ολη τη βδομαδα
                         ολο το χρονο
                         Περναει καλα

Καθε μηνα
Περνα και σηκωνει απο την τραπεζα
ενα ποσο που του φαινεται λογικο
ποτε ομως δεν ειναι αρκετο
για να ταξιδεψει στην ονειροχωρα του σπιτιου του

Ο κυριος Πινω, στο δωματιο της μουσικης
Θρεφει παντα μια απεραντη αγαπη υπερ των τεχνων
Για μια πρωτογονη εκσταση στερειται
τις μικρες απολαυσεις της ζωης

Η γιορτη συνεχιζεται
Θραυσματα στο ποδι, δεν μπορει να χορεψει
Ζητουμε συγνωμη
Το Λεμονι, το Πορτοκαλι και το Μηλο
Μια αποφαση
Ο κυριος Πινω με την υπογλυκαιμια


Μουσικό

Σ’ ένα παραλήρημα δράσης
ο Αγγελος του Παράκσενου
απώλεσε τις ασθήσεις
Εκεί, στην άκρη της ξέφρενης πορείας του
άφησε
πνοή, πηγή ενέργειας
Απόλαυση είναι
η πορεία προς το όνειρο
πηλός το δοξάρι
κρατά ένα ίσο
στους αγώνες των αγώνων
εσαεί


Νέοι Δρόμοι στη Μουσική

Το πλήρες αποτέλεσμα ενός τετάρτου
είναι η έννοια της
Απόλαυσης της Μουσικής

Η θέσπιση της Αρμονίας
με την απόρριψη των κανόνων

Όταν η Σιωπή προάγει τον Ηχο
κι ο ήχος είναι το ελάχιστο της Σιωπής

Κι ακόμα,
η θεώρηση όλων των μορφών
σε Μία κοινή,
σταθερά χτισμένη με
άψογη Αρχιτεκτονική

Απαλά, καθώς περνάει απ’ τα ουράνια

στο Νού

πληρεί το αποτέλεσμα ενός τετάρτου


Ο Κήπος του Ζέφυρου

Γευσιγνώστες θαυμάτων πέρασαν την παλιά πύλη
Ένα παράξενο λουλούδι φύτρωσε και μεγάλωσε στις πέτρες
μέχρι το πουλί να τελειώσει την πρωινή του ψαλμωδία
Όχι τόσο το αποτέλεσμα όσο η πορεία,
γέμισε παφλασμούς τον αέρα
σαν ένα κόκκινο – πορτοκαλί τραγούδι
που θυμόταν,
αιώνες ρυθμικού αυτοσχεδιασμού
της χλωροφύλλης
Ανάπνευσε και άνθισε μέσα σε λίγη ώρα
ένα μικρό ιερό τοπίο πάνω στο χώμα


Ο ΜΕΓΑΛΟΠΟΔΑΡΟΣ

Ο Μεγαλοπόδαρος –ουάου!
θα διαβεί τα βουνά
Ναι
Και θα φτάσει στη θάλασσα
φτιαγμένος από βόρεια καταιγίδα
Όμως,
το έτερον ήμιση θα πέσει
απ τον ουρανό¨
Με κέρατα, τράγου ποδάρια και ανθρώπινη λαλιά
κι εκεί,
θα ζευγαρώσει το κυκλάμινο στο βράχο
να φυτρώσουν
του κόσμου τα μεγάλα έργα
κι οι εφιάλτες θα κοπρίζουν
πατημένοι από πατούσες και οπλές
που σε κυκλικό χορό θα οργιάζουν –
ο Μεγαλοπόδαρος ουρλιάζει
τι πανσέληνος
σε σκοτεινές σπηλιές θα φωλιάζουνε
οι μάγοι – με ορθωμένο το φαλλό –
οι θεραπευτές ή
τα παιδιά των άστρων



Πελαγοδρόμιο Τόξο Ζεν

Στάση σωστή,
πόδια ορθή
χέρια στην τσίλια

Ξύλο βαρύ
δυνατός σαματάς
στη σαλαμούρα

Τσίτωμα μέση,
όλα γωνία
δάχτυλα λιώμα

Τόξο ωραίο
που το προσέχω
μην πιάσει χώμα

Πάνε και στήσε
τον πειρασμό σου
σε μια γωνία

ένα προς ένα
δύο προς ένα
αλλαγή!

δύο προς δύο
ένα προς δύο
και τέρμα

Υπομονή
Υπομονή
Υπομονή πομονή πομονή



Ποίημα για το Νέο Χρόνο

Τα τετράδια των ανθρώπων
είναι όπως η βροχή τους
Κρύα
Νέα μαρτύρια περιμένουν τον απίστευτο διαννοούμενο και σιωπή
Τα σύνεφα θα μας αποκαλύψουν υγρά μυστικά
Ωστόσο, μια μανία χρωματισμού θα καταβάλει
τους θεράποντες
στον τρέχοντα χρόνο
Ιππεύοντας καταθλιπτικά άλογα
ή αφήνοντας το νου μας να παραδέρνει
σε υπέροχα, ξένα τοπία,
μπορούμε να ξοδέψουμε
την τελευταία ρανίδα ηρεμίας
που μας απόμεινε
Εγώ, θα γίνω μια σαύρα
στα ερειπωμένα κτίσματα των ονείρων μου
Εσύ, θα είσαι το μυρμήγκι
που θα σέρνει σπόρους σοφίας στο υπέδαφος
Και η επιφάνεια –το αληθινό χρώμα-
θα γίνει ένα απέραντο χωράφι από σκατά



Προσευχή του Φλαουτίστα

Ευγενή
Πατέρα των ανέμων
Δέξου με και σήμερα
Καθοδήγησε την πνεύση μου
Μέσα σ’ αυτό το άδειο σώμα της γης
Να λειτουργήσει η κενότητα
Να συντεθεί το Φως
Ας γίνει


Προσευχή

Δε θυμάμαι τίποτα.
Από την ημέρα που πέρασα
κι έφτυσα μια λεκίδα οξυγόνο
στη σκουριά της πρωτόγονής μου φύσης
και ζω κι αναπνέω με την αύρα σου,
Ω, Κύριέ μου,
κράτησέ με μακριά
από το μίασμα στο μάτι
Θέλω να πω μια μέρα
πως τα θυμάμαι Ολα


Σατόρι

Μια παλιά καγκελόπορτα που τρίζει
μπορεί να ‘ναι
Ένα έρημο πέτρινο σπίτι
με αμπαρωμένα παράθυρα
σ’ ένα ξέφωτο
μπορεί να ‘ναι
Ένα παιδικό παπούτσι πεταμένο
κι αυτό μπορεί να ‘ναι
ή ο σκελετός ενός ποδηλάτου
κι ακόμα το ξεραμένο δέρμα ενός φιδιού στις πέτρες
όπως μπορεί να ‘ναι
κι ένα ακόμα πρωινό το καλοκαίρι
Μπορεί να ‘ναι,
ένα απόγευμα στο σπίτι
μηρμύγκια ολόγυρα στους κάκτους
κι η μικρή κάμερα της προσευχής ασκούπιστη
Ας είναι η καρδιά μου άδεια
και το μυαλό γεμάτο ιδέες
κι εγώ με το κεφάλι στο πάτωμα
και τα ποδάρια στο ταβάνι
θα εμπνευστώ
ίσως και να εφεύρω
μια νέα έκσταση
όπως ο Ευριπίδης είδε
το μπαμπά του αμπελοφυλλοφορεμένο


Στιγμή

Τόσο μακριά όσο το τίποτα
καθώς ξημερώνει,
δεν προλαβαίνεις να ζήσεις
κι είναι απλά,
στροφές της γης στον ουρανό
Τόσο μακριά όσο το τίποτα
φωνές σαν χαλάζι
κρύο, σιωπηλά πέφτει
και πέφτει

Σαν μουσική αναριχήθηκα
στο πελαγίσιο μπλε:
ο γλάρος και οι πόθοι του

Κανείς αδιάτρητος εδώ

Ότι δηλαδή εξυφαίνομαι
ιστούς ρημάτων
κι ούτε μιαn αφήγηση
που φαντασία δεν απόσωσα
να λυτρωθώ


Το κεφάλι ενός αλόγου
(μεγέθυνση)

Οσα κι αν μείνουν
τα τραγούδια,
θα είναι οξυές
                       και καρυδιές
πάνω στο παράθυρο
                       μ’ ένα μανταρίνι
                       παραμυθένιο
Σελήνη,
ρείκια του χειμώνα
                       σ’ ένα δωμάτιο με φως
κι ύστερα φως
απλά
τραγούδια  – η θάλασσα
                      φθινόπωρο
                      κι ύστερα φως
                                      απλά


Το παιχνίδι με τα Υ

Ανοίγοντας δρόμο
δρόμο στην αλμΥρα
Αφήνοντας Υψιλον
να πορεΥονται
πέρα απ’ τα σΥνορα
ΤοΥς αρέσει να παίζουν
με τις Υψηλές μου προσδοκίες
στις κόγχες
όμως ανθίσταμαι
μέσω της δΥικής μου υπόστασης
απέναντι στο σούρουπο

Ρέω γι άλλη μια φορά
Ηρεμος
Προς αυτό
Απτομαι της ύστατης ισορροπίας
Υπομονετικά,
ενώ βυθίζω την αύρα μου
στο απαλό
αβυσσαλέο
σύννεφο εκεί κάτω…

Το Πράγμα

Το Πράγμα έρχεται προς τα κάτω
Το Πράγμα που έρχεται προς τα κάτω
είναι αληθινό
Μαύρος καπνός βγαίνει
Κι ο άνεμος φυσά

Αυτό το πλάσμα Μανίας
Πλάσμα Μανίας ξένο
το σούρουπο απλώνεται στα λιβάδια
κι ο άνεμος φυσά
Είδες;
Είδες;
Ερασταί μόνοι σε κήπο
τρίφυλλο
τετράφυλλο στο χώμα
Κι ο άνεμος φυσά


Χλωροφύλλη

Απέραντο πράσινο
πάρε τη μπύρα μου
-κέρασε χώμα-
το ναύαρχο
της μικρής θάλασσας
Είμαι λιώμα
γδύνομαι και πετάω
μέσα από το απέραντο πράσινο
στη λιακάδα
τρακάροντας
εξάγραμμα στις στροφές
κι άσπρη πέτρα ξέξασπρη έρχομαι


Χρόνος

Ο χρόνος παρακολουθεί
οι ώρες κυλούν αργά
σα χαρταετός
σαν οφθαλμαπάτη

Κοφτές κινήσεις
σ’ έναν τυφλό γύρο
βλέπει-καλά-κάτω
Ο βλέπει-καλά-κάτω
κι οσφραίνεται
τις στιγμές μου

Σ’ ένα συγκεκριμένο
σημείο του ορίζοντα
θα σπάσει
θα σκορπίσει
σε χίλια γλυκά βλέμματα
τριγύρω

λευκές νιφάδες
σε απέραντο πράσινο λιβάδι
χορεύοντας